-
1 κτημα
1) приобретенное, нажитое, имущество, богатство, собственность, добро(πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Hom.; κτήματα καὴ χρήματα Plat.; κτήματα καὴ ὑπάρξεις NT.)
κ. τῆς νίκης λαβεῖν Soph. — одержать победу2) (тж. κ. ἔμψυχον Arst.) раб, рабыня(παλαιὸν οἴκων κ. δεσποίνης ἐμῆς Eur.)
3) ценность, сокровище(νομίζειν κ. τέν αὐθαδίαν Soph.)
κ. εἰς ἀεί Thuc. — нетленное сокровище, непреходящая ценность4) недвижимое имущество, земельные владения(κ. ἔχειν ἐν Βοιωτίᾳ Dem.)
5) свойство, качество(κ. ἐμπεφυκός Plat.)
См. также в других словарях:
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek